άστυπος

άστυπος
-η, -ο
φρ. «άστυπη άγκυρα» — αυτή που δεν έχει στύπο, δηλαδή βραχίονα τοποθετημένο κάθετα στο επίπεδο που σχηματίζουν ο κορμός και οι όνυχες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”